κλιμακτήρας

κλιμακτήρας
ο (AM κλιμακτήρ, -ῆρος)
σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ' αὐτόν», ΠΔ)
νεοελλ.
το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα
μσν.-αρχ.
μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας κικλήσκουσί τινες», Ευστ. Αλέξ.)
2. επικίνδυνη κρίση, κρίσιμη κατάσταση, κίνδυνος («κλιμακτῆρες ἑβδοματικοί»)
αρχ.
αστρολ. κρίσιμη περίοδος στη ζωή τού ανθρώπου, η οποία, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, αντιστοιχούσε με τα έτη τής ηλικίας του τα πολλαπλάσια τού 7, όπως 35, 49, 63 κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επίθημα -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωσ-τήρ, λαμπ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλιμακτῆρας — κλῑμακτῆρας , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματήρ — κλιματήρ, ῆρος, ὁ (Α) κλιμακτήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”